- άνω των..
- повеќе од ..
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
Άνω Πυρηναία — (Hautes Pyrénées). Νομός (4.464 τ. χλμ., 224.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας, με πρωτεύουσα την πόλη Ταρμπ (46.200 κάτ. το 2002). To έδαφος του νομού καλύπτει τα 2/3 της ορεινής γρανιτικής μάζας των γαλλικών Πυρηναίων. Η οικονομία του νομού… … Dictionary of Greek
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
Άνω Αντικέρι — Ακατοίκητο νησάκι των ανατολικών Κυκλάδων, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Άνω Αχλαδιές — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.240 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα ΝΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων … Dictionary of Greek
Άνω Ζαχλωρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 3 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στα Β των Καλαβρύτων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων … Dictionary of Greek
Άνω Καλεντίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 68 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές των βουνών του Βάλτου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ηρακλείας … Dictionary of Greek
Άνω Καμήλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 746 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στην πεδιάδα του Στρυμόνα, στα ΝΔ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κ. Μητρουσίου … Dictionary of Greek
Άνω Λιβάδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 175 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Αυστρία, Άνω — (Ober Österreich). Κρατίδιο (11.979τ. χλμ., 1.382.017 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, στα σύνορα με την Τσεχία και τη Γερμανία. Το τοπίο είναι κυρίως ορεινό στα Β (Βοημικός Δρυμός) και στα Ν (Προάλπεις του Σάλτσμπουργκ), με ελαφρές… … Dictionary of Greek